προστήθιο

προστήθιο
και προστήθι, το / προστήθιον, ΝΑ
νεοελλ.
1. καθετί που καλύπτει το στήθος
2. παλαιότερο είδος υποκαμίσου, αποτελούμενο μόνο από το εμπρός τμήμα, το οποίο φορούσε κανείς μέσα από σακάκι αντί για κανονικό πουκάμισο
αρχ.
1. ζώνη για το στήθος
2. εγκόλπιο αρχιερέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + στῆθος + επίθημα -ιον (πρβλ. περι-στήθιο[ν])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ημιθώρακας — ο δερμάτινο προστήθιο που προστατεύει το εμπρόσθιο μέρος τού θώρακα αυτών που ασκούνται στην οπλομαχία …   Dictionary of Greek

  • σκάφανδρο — Βλ. λ. δύτης. * * * το, Ν 1. τεχνολ. βαριά συσκευή ατομικής κατάδυσης συνδεόμενη με την επιφάνεια με λώρο διά μέσου τού οποίου χορηγείται ο απαιτούμενος για την αναπνοή τού δύτη αέρας 2. φρ. α) «αυτόνομο σκάφανδρο» τεχνολ. φορητή αναπνευστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”